- κοτσιλίζω
- βλ. κουτσουλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοτσιλίζω — και κουτσουλίζω και κοτσιλάω κοτσίλισα και κουτσούλισα, κοτσιλίστηκα και κουτσουλίστηκα, κοτσιλισμένος και κουτσουλισμένος, λέγεται για τις κότες και τα πουλιά και σημαίνει αποπατώ, βγάζω κοτσιλιά: Κοτσίλισε την ταράτσα η κότα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτσουλίζω — βλ. κοτσιλίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)